Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἱερεῖα τοῖς βωμοῖς

См. также в других словарях:

  • προσιδρύω — Α 1. τοποθετώ κοντά («προσιδρύειν ἑαυτοὺς τῲ θεῲ», Πρόκλ.) 2. μέσ. προσιδρύομαι θεμελιώνω κοντά ή κατά προσθήκη προς αύξηση («νυνὶ δὲ τοῑς βωμοῑς εἰς τὴν ἱερουργίαν προσιδρυμένος», Ηλιόδ.) 3. παθ. (σχετικά με την ιερεία) εγκαθίσταμαι στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»